- τριηρίτης
- τρῐηρ-ίτης [pron. full] [ῑτ], ου, ὁ,A one who goes in a trireme, esp. as a soldier or rower, Hdt.5.85, Th.6.46, X.An.6.6.7; τριηρέτης is f. l. in Poll.1.95.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριηρίτης — τρῑηρίτης , τριηρίτης one who goes in a trireme masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηρίτης — και, εσφ. γρφ., τριηρέτης, ὁ, Α αυτός που υπηρετούσε σε τριήρη ως οπλίτης ή ως ναύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριήρης + κατάλ. ίτης*] … Dictionary of Greek
τριηριτεύω — και, εσφ. γρφ., τριηρετεύω Α [τριηρίτης] είμαι τριηρίτης* … Dictionary of Greek
τριηρίτας — τρῑηρίτᾱς , τριηρίτης one who goes in a trireme masc acc pl τρῑηρίτᾱς , τριηρίτης one who goes in a trireme masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηρέτης — ὁ, Α (εσφ. γρφ.) βλ. τριηρίτης … Dictionary of Greek
τριηριτῶν — τρῑηριτῶν , τριηρίτης one who goes in a trireme masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηρίταις — τρῑηρίταις , τριηρίτης one who goes in a trireme masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηρίτη — τρῑηρίτη , τριηρίτης one who goes in a trireme masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)